εθελοδουλεύω

εθελοδουλεύω
αμετ. терпеть рабство, быть покорным рабом, соглашаться быть рабом

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "εθελοδουλεύω" в других словарях:

  • εθελοδουλεύω — γίνομαι με τη θέληση μου δούλος, υποτάσσομαι θεληματικά …   Dictionary of Greek

  • εθελοδουλώ — ἐθελοδουλῶ ( έω) (Α) εθελοδουλεύω …   Dictionary of Greek

  • θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»